- πολυαδελφία
- η, ΝΑ, πολλαδελφία, Ανεοελλ.η περίπτωση κατά την οποία οι στήμονες τού άνθους είναι ενωμένοι στη βάση τους ανά τρεις ή τέσσερεις κατά δεσμίδεςαρχ.η ύπαρξη πολλών αδελφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυάδελφος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyadelphia (< πολυάδελφος) και μαρτυρείται από το 1799 στον Ανθ. Γαζή].
Dictionary of Greek. 2013.